• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
  • English Usage

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
play a part v expr (act) (σε κτ)παίζω ρ αμ
  παίρνω μέρος περίφρ
  συμμετέχω ρ αμ
 I'd like to play a part in the school musical, so I'm going to audition.
play a part in [sth] v expr (participate)συμμετέχω σε κτ ρ αμ + πρόθ
  παίζω κάποιο ρόλο σε κτ έκφρ
 This was a real community effort, nearly everyone here played a part in creating the newsletter.
play a part in [sth] v expr (be partly responsible)παίζω ρόλο σε κτ έκφρ
 Oliver's tendency to trust people too easily played a part in his downfall.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'play a part' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση play a part στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «play a part».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!